φεργάδα

φεργάδα
η, Ν
βλ. φρεγάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ …   Dictionary of Greek

  • φρεγάδα — φρεγάδα, η και φρεγάτα, η και φεργάδα, η (λ. ιταλ.) 1. ιστιοφόρο πλοίοτου παλιού πολεμικού ναυτικού με τρία όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτυση δρόμωνα. 2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας. 3. μτφ., γυναίκα εύσωμη, καμαρωτή, κομψή, ωραία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”